ισόκτιτος

ισόκτιτος
ἰσόκτιτος, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια κατασκευή με άλλον, κτισμένος με τον ίδιο τρόπο που έχει κτισθεί άλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό-κτιτος, νεό-κτιτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἰσόκτιτον — ἰσόκτιτος made alike masc/fem acc sg ἰσόκτιτος made alike neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”